- μπούστος
- ο1) бюст; грудь; 2) корсаж, лиф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπούστος — ο, και μπούστο, το 1. το τμήμα τού σώματος από τον λαιμό μέχρι τη μέση, ο κορμός, το κορμί 2. είδος γυναικείου ενδύματος που περιβάλλει σφιχτά αυτό το τμήμα τού σώματος 3. προτομή, άγαλμα που παριστάνει άνδρα ή γυναίκα όχι με ολόκληρο το σώμα,… … Dictionary of Greek
εσωκάρδιο — και σωκάρδι, το 1. γιλέκο 2. εσωτερικό στηθαίο ένδυμα τών γυναικών, καμιζόλα, μπούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κάρδιο < καρδιά (πρβλ. μυο κάρδιο)] … Dictionary of Greek
μπούστο — μπούστο, το και μπούστος, ο (λ. ιταλ.) 1. το τμήμα του σώματος από το λαιμό ως τη μέση, ο κορμός. 2. γυναικείο εφαρμοστό ρούχο ή εσώρουχο, στηθόδεσμος. 3. προτομή αγάλματος: Στην πλατεία τοποθέτησαν το μπούστο ενός ήρωα της επανάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)